Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κλίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κλί|νω <-να, -θηκα, -μένος> [ˈklinɔ] VERB μεταβ

1. κλίνω (γέρνω κάτι):

κλίνω

2. κλίνω (ρήμα):

κλίνω

3. κλίνω (ουσιαστικό):

κλίνω

II . κλί|νω <-να, -θηκα, -μένος> [ˈklinɔ] VERB αμετάβ

1. κλίνω (γέρνω):

κλίνω

2. κλίνω (ρέπω):

κλίνω προς

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский