Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κηδεμονεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κηδεμον|εύω <-ευσα, -εύτηκα, -ευμένος> [ciðɛmɔˈnɛvɔ] VERB μεταβ

1. κηδεμονεύω (παιδί):

κηδεμονεύω κάποιον

2. κηδεμονεύω (περιουσία):

κηδεμονεύω

Παραδειγματικές φράσεις με κηδεμονεύω

κηδεμονεύω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский