Ελληνικά » Γερμανικά

κηλίδα [ciˈliða] SUBST θηλ

1. κηλίδα (λεκές):

κηλίδα
Fleck αρσ
ηλιακή κηλίδα
Sonnenfleck αρσ
ωχρά κηλίδα ΒΙΟΛ
gelber Fleck αρσ
Altersfleck αρσ
Ölteppich αρσ

2. κηλίδα μτφ (ηθικό στίγμα):

κηλίδα
Schandfleck αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με κηλίδα

κηλίδα θηλ ιόντων
Ionenfleck αρσ
ηλιακή κηλίδα
ωχρά κηλίδα ΒΙΟΛ
gelber Fleck αρσ
Ölteppich αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский