Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κεραμέας“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κεραμέας [cɛraˈmɛas] SUBST αρσ

1. κεραμέας (που κατασκευάζει αγγεία):

κεραμέας
Töpfer αρσ

2. κεραμέας (που κατασκευάζει κεραμίδια):

κεραμέας
Ziegelbrenner αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский