Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κένωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κένωσ|η <-εις> [ˈcɛnɔsi] SUBST θηλ

1. κένωση (άδειασμα):

κένωση
Leerung θηλ

2. κένωση (αίθουσας, διαμερίσματος):

κένωση
Räumung θηλ

3. κένωση ΙΑΤΡ:

κένωση
Stuhlgang αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский