Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κενώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κενώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [cɛˈnɔnɔ] VERB μεταβ

1. κενώνω (αδειάζω):

κενώνω

2. κενώνω (διαμέρισμα, αίθουσα):

κενώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский