Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „κατοχυρωμένο“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

νομικά κατοχυρωμένο
κατοχυρωμένο δικαίωμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский