Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταπιστευτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καταπιστευτικ|ός <-ή, -ό> [katapistɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

καταπιστευτικός ΟΙΚΟΝ, ΝΟΜ
treuhänderisch, Treuhand-
καταπιστευτικός λογαριασμός
Treuhandkonto ουδ
καταπιστευτικός νομέας

Παραδειγματικές φράσεις με καταπιστευτικός

καταπιστευτικός λογαριασμός
καταπιστευτικός νομέας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский