Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταπληκτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καταπληκτικ|ός <-ή, -ό> [katapliktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. καταπληκτικός (που προκαλεί έκπληξη, περίεργος):

καταπληκτικός

2. καταπληκτικός (θαυμάσιος):

καταπληκτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский