Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταλογισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καταλογισμός [katalɔjizˈmɔs] SUBST αρσ

1. καταλογισμός (ποσού):

καταλογισμός
Anrechnung θηλ

2. καταλογισμός (απόδοση σε κάποιον):

καταλογισμός
Zuschreibung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με καταλογισμός

καταλογισμός αρσ φόρων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский