Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατάληψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατάληψ|η <-εις> [kaˈtalipsi] SUBST θηλ

1. κατάληψη (πόλης):

κατάληψη
Einnahme θηλ
κατάληψη
Besetzung θηλ

2. κατάληψη (κτιρίου):

κατάληψη
Besetzung θηλ
κατάληψη
Hausbesetzung θηλ
κάνω κατάληψη σε σχολείο

Παραδειγματικές φράσεις με κατάληψη

κάνω κατάληψη σε σχολείο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский