Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατακάθομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατακαθ|ίζω [katakaˈθizɔ], κατακάθ|ομαι [kataˈkaθɔmɛ] <-ισα> VERB αμετάβ

1. κατακαθίζω (σε δοχείο):

2. κατακαθίζω (βουλιάζω λίγο):

3. κατακαθίζω μτφ (ησυχάζω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский