Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατακαίω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κατακ|αίω <-αψα, -άηκα, -αμένος> [kataˈcɛɔ] VERB μεταβ

κατακαίω

II . κατακαίγομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский