Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταδικάστηκαν“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακαταδίκαστ|ος <-η, -ο> [akataˈðikastɔs] ΕΠΊΘ

καταδιωκτικός [kataðjɔktiˈkɔs], καταδιωχτικός [kataðjɔxtiˈkɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

καταδυναστεύ|ω <-σα, -τηκα> [kataðinasˈtɛvɔ] VERB μεταβ

καταδίκη [kataˈðici] SUBST θηλ

καταδ|ιώκω <-ίωξα, -ιώχτηκα, -ιωγμένος> [kataðiˈɔkɔ] VERB μεταβ

καταδιοπτρική [kataðiɔptriˈci] SUBST θηλ

καταδιοπτρικ|ός <-ή, -ό> [kataðiɔptriˈkɔs] ΕΠΊΘ

καταχραστής (καταχράστρια) [kataxrasˈtis, kataˈxrastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

καταδυνάστευσ|η <-εις> [kataðiˈnastɛfsi] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский