Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατάσχεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατάσχεσ|η <-εις> [kaˈtasçɛsi] SUBST θηλ ΝΟΜ

κατάσχεση
Beschlagnahme θηλ
κατάσχεση απαίτησης
κατάσχεση μισθού
συντηρητική κατάσχεση

Παραδειγματικές φράσεις με κατάσχεση

κατάσχεση απαίτησης
κατάσχεση μισθού
συντηρητική κατάσχεση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский