Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλαπόδι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλαπόδι [kalaˈpɔði] SUBST ουδ

1. καλαπόδι (εργαλείο του τσαγκάρη):

καλαπόδι

2. καλαπόδι (για περιποίηση παπουτσιού):

καλαπόδι
Schuhspanner αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский