Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κακομαθαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κακομαθ|αίνω <-α, -ημένος> [kakɔmaˈθɛnɔ] VERB αμετάβ

1. κακομαθαίνω (μαθαίνω στραβά):

κακομαθαίνω

II . κακομαθ|αίνω <-α, -ημένος> [kakɔmaˈθɛnɔ] VERB μεταβ (παιδί)

κακομαθαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский