Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κακοκαρδίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κακοκαρδί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kakɔkarˈðizɔ] VERB μεταβ (στενοχωρώ)

κακοκαρδίζω κάποιον

II . κακοκαρδί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kakɔkarˈðizɔ] VERB αμετάβ (παίρνω κατάκαρδα)

κακοκαρδίζω με κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με κακοκαρδίζω

κακοκαρδίζω με κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский