Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: κακοθελητής , κακοφημία , κακολογία και κακοήθεια

κακοθελητής (κακοθελήτρα) [kakɔθɛliˈtis, kakɔθɛˈlitra] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

κακοθελητής (κακοθελήτρα)

κακοήθεια [kakɔˈiθia] SUBST θηλ

1. κακοήθεια (ανηθικότητα):

2. κακοήθεια (κάτι που δεν κάνει):

κακολογία [kakɔlɔˈjia] SUBST θηλ (σε βάρος άλλων)

κακοφημία [kakɔfiˈmia] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский