Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „gehässiger“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

gehässig [gəˈhɛsɪç] ΕΠΊΘ μειωτ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Er habe das Christentum oft in verletzendem Ton und in möglichst gehässiger Weise bekämpft.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский