Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κακοαναθρεμμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κακοαναθρεμμέν|ος <-η, -ο> [kakɔanaθrɛˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. κακοαναθρεμμένος (που δε διαπαιδαγωγήθηκε καλά):

κακοαναθρεμμένος

2. κακοαναθρεμμένος (που δε φέρεται καλά: παιδί):

κακοαναθρεμμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский