Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κακιώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κακιώ|νω <-σα, -μένος> [kaˈcɔnɔ] VERB αμετάβ

κακιώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский