Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ιδιοτροπία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ιδιοτροπία [iðiɔtrɔˈpia] SUBST θηλ

1. ιδιοτροπία (ιδιορρυθμία):

ιδιοτροπία

2. ιδιοτροπία (δυστροπία):

ιδιοτροπία
Eigensinn αρσ
η ιδιοτροπία του δεν έχει όρια

3. ιδιοτροπία (καπρίτσιο):

ιδιοτροπία
Laune θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ιδιοτροπία

η ιδιοτροπία του δεν έχει όρια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский