Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ιδιότροπος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ιδιότροπ|ος <-η, -ο> [iðiˈɔtrɔpɔs] ΕΠΊΘ

1. ιδιότροπος (ιδιόρρυθμος):

ιδιότροπος

2. ιδιότροπος (δύστροπος):

ιδιότροπος

3. ιδιότροπος (παράξενος):

ιδιότροπος

4. ιδιότροπος (καπριτσιόζος):

ιδιότροπος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский