Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θεώμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θεώμαι <εθεάθηκα> [θɛˈɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα nur im Aorist gebräuchlich

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский