Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θαμπώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . θαμπώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [θamˈbɔnɔ] VERB μεταβ

θαμπώνω μτφ:

II . θαμπώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [θamˈbɔnɔ] VERB αμετάβ

1. θαμπώνω (γίνομαι θαμπός):

θαμπώνω

2. θαμπώνω (γυαλί: από υγρασία):

θαμπώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский