Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θάβω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θά|βω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [ˈθavɔ] VERB μεταβ

1. θάβω (άνθρωπο):

θάβω

2. θάβω (θησαυρό):

θάβω

3. θάβω μτφ οικ (κακολογώ):

θάβω
klatschen über +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский