Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ηρεμώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ηρεμ|ώ <-είς, -ησα> [irɛˈmɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι ήρεμος)

ηρεμώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский