Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ηρέμηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ηρέμησ|η <-εις> [iˈrɛmisi] SUBST θηλ

ηρέμηση
Beruhigung θηλ
πυρηνική ηρέμηση ΦΥΣ

Παραδειγματικές φράσεις με ηρέμηση

πυρηνική ηρέμηση ΦΥΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский