Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ηθικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ηθικ|ός <-ή, -ό> [iθiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ηθικός
sittlich, Sitten-, moralisch, Moral-
ηθικός αυτουργός
Anstifter αρσ
Moral θηλ
ηθικός κώδικας
Moralkodex αρσ
ηθικός νόμος
Sittengesetz ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με ηθικός

ηθικός αυτουργός ΝΟΜ
Anstifter(in) αρσ (θηλ)
ηθικός κώδικας
Moralkodex αρσ
ηθικός νόμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский