Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυτουργός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυτουργός [afturˈɣɔs] SUBST mf

αυτουργός
Täter(in) αρσ (θηλ)
μόνος αυτουργός
Alleintäter αρσ
ηθικός αυτουργός ΝΟΜ
Anstifter(in) αρσ (θηλ)
ηθικός αυτουργός ΝΟΜ

Παραδειγματικές φράσεις με αυτουργός

μόνος αυτουργός
ηθικός αυτουργός ΝΟΜ
Anstifter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский