Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ηθικοπλαστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ηθικοπλαστικ|ός <-ή, -ό> [iθikɔplastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ηθικοπλαστικός:

ηθικοπλαστικός

2. ηθικοπλαστικός ειρων:

ηθικοπλαστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский