Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζυμώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ζυμώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ziˈmɔnɔ] VERB μεταβ

ζυμώνω

II . ζυμώνομαι VERB αυτοπ ρήμα μτφ (χαρακτήρας)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский