Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζυμωτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ζυμωτ|ός <-ή, -ό> [zimɔˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. ζυμωτός (φτιαγμένος στο σπίτι):

ζυμωτός

2. ζυμωτός ΧΗΜ (διαμορφωμένος με ζύμωση):

ζυμωτός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский