Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ετερόφωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ετερόφωτ|ος <-η, -ο> [ɛtɛˈrɔfɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ετερόφωτος (πλανήτης):

ετερόφωτος

2. ετερόφωτος μτφ (προσωπικότητα):

είναι ετερόφωτος

Παραδειγματικές φράσεις με ετερόφωτος

είναι ετερόφωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский