Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εστιακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εστιακ|ός <-ή, -ό> [ɛstiaˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εστιακός:

εστιακός ΦΥΣ, ΜΑΘ
Brennpunkt-, Brenn-, fokal
Brennweite θηλ
Brennlinie θηλ
Fokale θηλ
Brennebene θηλ

2. εστιακός ΓΕΩΛ:

εστιακός
Herd-
Herdtiefe θηλ

3. εστιακός ΙΑΤΡ:

εστιακός
fokal, Fokal-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский