Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εστιακή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εστιακή απόσταση
Brennweite θηλ
εστιακή απόσταση
Brennweite θηλ
εστιακή γραμμή ΜΑΘ
Brennlinie θηλ
εστιακή γραμμή ΜΑΘ
Fokale θηλ
εστιακή λοίμωξη
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „εστιακή“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

εστιακή απόσταση θηλ
σταθερή εστιακή απόσταση θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский