Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εστίαση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εστίασ|η <-εις> [ɛsˈtiasi] SUBST θηλ

1. εστίαση (ακτίνων):

εστίαση
Fokussierung θηλ

2. εστίαση (φακού):

εστίαση
Scharfstellen ουδ
αυτόματη εστίαση
Autofokus αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με εστίαση

αυτόματη εστίαση
Autofokus αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский