Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επόπτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επόπτης (επόπτρια) [ɛˈpɔptis, ɛˈpɔptria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

επόπτης (επόπτρια)
Aufseher(in) αρσ (θηλ)
επόπτης γραμμών ΑΘΛ
Linienrichter(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με επόπτης

επόπτης γραμμών ΑΘΛ
Linienrichter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский