Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επούλωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επούλωσ|η <-εις> [ɛˈpulɔsi] SUBST θηλ και μτφ

επούλωση
Verheilung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский