Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „επιτροπευόμενη“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

επιτροπευόμενη περιουσία θηλ
Mündelvermögen ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ
επιτροπευόμενη περιουσία θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский