Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επίτροπος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επίτροπος [ɛˈpitrɔpɔs] SUBST mf

1. επίτροπος (εντεταλμένος):

επίτροπος

2. επίτροπος (διαχειριστής):

επίτροπος
Geschäftsführer(in) αρσ (θηλ)

3. επίτροπος (της ΕΕ):

επίτροπος
Kommissar(in) αρσ (θηλ)

4. επίτροπος ΝΟΜ (αυτός που ασκεί επιτροπεία):

επίτροπος
Vormund αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский