Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιτρεπτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιτρεπτικ|ός <-ή, -ό> [ɛpitrɛptiˈkɔs] ΕΠΊΘ ΒΙΟΛ

επιτρεπτικός
permissive Zelle θηλ
επιτρεπτικός ξενιστής
permissiver Wirt αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με επιτρεπτικός

επιτρεπτικός ξενιστής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский