Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιτόπιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιτόπι|ος <-α, -ο> [ɛpiˈtɔpiɔs] ΕΠΊΘ

1. επιτόπιος (τοπικός):

επιτόπιος
örtlich, lokal θηλ

2. επιτόπιος (που γίνεται επί τόπου):

επιτόπιος
vor Ort, Vorort-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский