Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επισκοπή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επισκοπή [ɛpiskɔˈpi] SUBST θηλ

1. επισκοπή (αξίωμα):

επισκοπή
Amt ουδ des Bischofs

2. επισκοπή (εκκλησιαστική περιφέρεια):

επισκοπή
Bistum ουδ

3. επισκοπή (κατοικία):

επισκοπή
Bischofssitz αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский