Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επισκιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επισκιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛpisciˈazɔ] VERB μεταβ

1. επισκιάζω (για κάτι δυσάρεστο):

επισκιάζω

2. επισκιάζω (με την υπεροχή, την επίδοση):

επισκιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский