Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: επισκεπτήριο , επισκέπτομαι και επισκέπτης

επισκεπτήριο [ɛpiscɛpˈtiriɔ] SUBST ουδ

1. επισκεπτήριο (κάρτα):

Visitenkarte θηλ

2. επισκεπτήριο (ώρες επισκέψεων):

Besuchszeit θηλ

επισκέ|πτομαι <-φτηκα> [ɛpiˈscɛptɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

επισκέπτης (επισκέπτρια) [ɛpiˈscɛptis, ɛpiˈscɛptria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

επισκέπτης (επισκέπτρια)
Besucher(in) αρσ (θηλ)
unsere Gäste αρσ πλ
unser Besuch αρσ ενικ
die Messebesucher αρσ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский