Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επισκεπτήριο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επισκεπτήριο [ɛpiscɛpˈtiriɔ] SUBST ουδ

1. επισκεπτήριο (κάρτα):

επισκεπτήριο
Visitenkarte θηλ

2. επισκεπτήριο (ώρες επισκέψεων):

επισκεπτήριο
Besuchszeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский