Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιμέτρηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιμέτρησ|η <-εις> [ɛpiˈmɛtrisi] SUBST θηλ

1. επιμέτρηση (υπολογισμός):

επιμέτρηση
Ausrechnung θηλ

2. επιμέτρηση ΝΟΜ:

επιμέτρηση ποινής

Παραδειγματικές φράσεις με επιμέτρηση

επιμέτρηση ποινής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский