Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιμεταλλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιμεταλλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛpimɛtaˈlɔnɔ] VERB μεταβ

επιμεταλλώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский